ἐπαμοίβιμος

ἐπαμοίβιμος
ἐπᾰμοίβ-ῐμος, ον, = sq.;
A

ἐ. ἔργα

barter,

h.Merc. 516

(ἐπ' ἀμοίβημα cod. M, ἐπαμοίβια cett.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επαμοίβιμος — ἐπαμοίβιμος, ον (Α) 1. ο ανταλλακτικός 2. ο αναφερόμενος στην εμπορική συναλλαγή («ἐπαμοίβιμα ἔργα» έργα εμπορικής συναλλαγής) …   Dictionary of Greek

  • ἐπαμοίβιμα — ἐπαμοίβιμος barter neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαμοιβαίος — ἐπαμοιβαῑος, α, ον (Μ) επαμοίβιμος, ανταλλακτικός, αναφερόμενος στην εμπορική συναλλαγή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”